γλευκόμετρο

γλευκόμετρο
το
όργανο, με το οποίο μετριέται η περιεκτικότητα τού γλεύκους σε σάκχαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + μέτρο(ν). Η λ. γλευκόμετρον μαρτυρείται από το 1881 στον Μαν. Χαιρέτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλευκοζύγιο — το και γλευκόζυγος, ο το γλευκόμετρο* …   Dictionary of Greek

  • γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • μουστόμετρο — το όργανο με το οποίο μετρούν την περιεκτικότητα του μούστου σε ζάχαρο, το γλευκόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”